- ίληξ
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια ακονιφολιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ilex].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκουδοπούρναρο — το το δέντρο Ίληξ ο οξύφυλλος, το λιόπουρνο … Dictionary of Greek
ελαιόπρινος — ο βλ. ίληξ* … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek